ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ»

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ»

«Τον δημιουργό τον κρίνουν τα έργα του, οι εορταστικές εκδηλώσεις και τα επετειακά αφιερώματα κρίνουν τους φίλους του»∙ δανείζομαι, παραλλάσσοντας, παλαιότερη φράση του Γιώργου Σαββίδη. Και είμαστε πολλοί οι φίλοι που συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ, γιατί ένα από τα διακριτικά στοιχεία της Άλκης Ζέη είναι η ικανότητα να δημιουργεί φιλίες και να συντηρεί αγαπητικές σχέσεις.

Ο τίτλος της αποψινής συνάντησης, «Ξαναδιαβάζοντας την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», θα μπορούσε να τροποποιηθεί λίγο και να γίνει «Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την Άλκη Ζέη», γιατί ακριβώς τα βιβλία της ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που ποτέ δεν βαριέται κανείς. Στη συνέχεια, στηριζόμενη κατεξοχήν στην Αρραβωνιαστικιά, θα αναζητήσω τους λόγους για τους οποίους τα βιβλία της γίνονται αξιανάγνωστα και αξιαγάπητα.

Πριν όμως θα ήθελα να πω ότι το συγκεκριμένο βιβλίο έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα, γιατί αποτελεί την απαρχή της εικοσιπεντάχρονης περίπου φιλίας μας. Η κριτική που είχα δημοσιεύσει στην εφημερίδα Το Βήμα για το μυθιστόρημα έγινε αφορμή για μια καταρχήν γνωριμία, που με τα χρόνια εξελίχτηκε σε στενότατη σχέση. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω, ίσως, ότι η Άλκη δεν είναι από τους ανθρώπους που σου ανοίγονται αμέσως και πασχίζουν να σε κατακτήσουν με την πρώτη. Είναι από εκείνους που σου αποκαλύπτονται σιγά σιγά, που ανακαλύπτεις την πολύτιμη ουσία και την αξία τους με τη συνάφεια και με το χρόνο.

Συγγραφέας αγαπημένη των παιδιών και των εφήβων, ενδιαφέρουσα για τον ενήλικο αναγνώστη, βραβευμένη στον τόπο της και στο εξωτερικό, μεταφρασμένη σε πολλές ξένες γλώσσες, η Άλκη Ζέη γράφει βιβλία άρτια, με δομή, με ολοκληρωμένους και ευδιάκριτους χαρακτήρες, με ρέοντα ελληνικά. Η σημασία που δίνει κανείς στα πρόσωπα, στα πράγματα και στα γεγονότα και ο τρόπος που επιλέγει να τα παρουσιάσει είναι αυτό που τα κάνει μοναδικά∙ η απλότητα, η αμεσότητα και το χιούμορ, στην περίπτωση της Άλκης.

Άρχισα να φυλλομετρώ την καινούργια έκδοση της Αρραβωνιαστικιάς χωρίς να είμαι καθόλου σίγουρη πως θα την ξαναδιαβάσω και βρέθηκα στις τελευταίες σελίδες σχεδόν χωρίς διακοπή. Ξαναβρήκα λοιπόν, δίχως καμία επιβάρυνση ή αλλοίωση από το χρόνο, όλα εκείνα τα γνωρίσματα που σφραγίζουν την επιτυχία της. Η βιωματικότητα είναι το πρώτο χαρακτηριστικό. Η συγγραφέας, ευαίσθητος δέκτης των ταραχών της εποχής και του τόπου της, του ανθρώπου και του κόσμου, διυλίζει στιγμές και πλέκει ιστορίες. Αναπλάθει εμπειρίες από την προπολεμική Ελλάδα, από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, από την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη χούντα των συνταγματαρχών, αλλά και από τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα (ναρκωτικά, διαζύγια, μετανάστευση, πολυπολιτισμικές κοινωνίες). Αν και γράφει βιωματικά, κατέχει εντούτοις το μυστικό της αποστασιοποίησης που της δίνει το κλειδί να μεταπλάσει λογοτεχνικά το βιωμένο υλικό, συμφύροντας καταστάσεις, συνδυάζοντας ποικίλα χαρακτηριστικά διαφορετικών τύπων, ανατρέποντας ή αντιστρέφοντας τα πραγματικά δεδομένα. Το γεγονός όμως που κάνει τα βιβλία της να μην είναι απλώς μία ακόμα κατάθεση εποχής, είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπλέκονται το βίωμα, ο μύθος και η ιστορία, ή, καλύτερα, η τέχνη με την οποία η ιστορία μεταλλάζει σε μυθιστόρημα και το μυθιστορηματικό υλικό ιστορικοποιείται, όπως είχα παρατηρήσει κρίνοντας το βιβλίο την πρώτη φορά. Η συγγραφέας εκμεταλλεύεται τον ιστορικό χρόνο ως δομικό υλικό της πλοκής και του μύθου της και όχι ως απλό πλαίσιο μέσο στο οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της γραφής της είναι η αφηγηματική άνεση και η κινηματογραφική περιγραφή. Έχοντας στο βιογραφικό της σπουδές σε φιλοσοφικές και δραματικές σχολές και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, ξέρει να κινεί και να μετακινεί πλάνα, να εστιάζει, να φωτίζει καταλλήλως τα πρόσωπα και τα πράγματα, να χρωματίζει και να σβήνει κλιμακωτά τις εντάσεις. Συνάρτηση της κινηματογραφικής γραφής είναι και η συχνά εναλλασσόμενη πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπως και η κατεξοχήν εκμετάλλευση της μνήμης, η ενεργοποίησή της με φλας μπακ και χρονικούς εγκιβωτισμούς.

Το χιούμορ (υποδόριο και συχνά αθέατο κάτω από απλές διατυπώσεις) και η κριτική διάθεση που έχει η συγγραφέας της επιτρέπουν ελιγμούς και της παρέχουν διαφυγές. Δεν διστάζει να αναθεωρήσει και να κρίνει παλαιότερες θέσεις ή ιδεολογίες της, χωρίς να εκμηδενίζει ή να απαρνείται ό,τι έζησε. Η επανάληψη επίσης ως αφηγηματική τακτική δένει το νήμα της αφήγησης τοπικά και χρονικά∙ επαναλαμβανόμενες επακριβώς ή ελαφρώς παραλλαγμένες λέξεις ή φράσεις καθορίζουν τον κεντρικό άξονα, τη ραχοκοκκαλιά της ροής του μύθου. Εκείνο που διέκρινα τώρα και δεν το είχα επισημάνει αρκούντως στην πρώτη έκδοση είναι ο παιγνιώδης τρόπος με τον οποίο η Άλκη περνά τραγικά και επώδυνα γεγονότα. Επίσης το διαρκές, αδιάπτωτο χιούμορ που διατρέχει όλο το βιβλίο, το ιδιότυπο χιούμορ της που τόσο καλά ξέρω πια.

Η Άλκη Ζέη έβαλε την έννοια της πολιτικής στο παιδικό βιβλίο. Η δημοκρατία ως αξία, η δικτατορία ως κατάρα, η αντίσταση και ο αγώνας ως δικαίωση, δίνονται απλά και καθημερινά, χωρίς κορώνες και άγονα κηρύγματα. Τα βιβλία της, από το πρώτο έως το τελευταίο, από το Καπλάνι της βιτρίνας έως τα Σπανιόλικα παπούτσια, έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα χωρίς ίχνος διδακτισμού· ήθος και ηθική χωρίς καθόλου ηθικολογία. Με τα βιβλία της επίσης δημιουργεί πρόσωπα-μνήμες και τόπους-μνήμες. Η Μέλια, η Μυρτώ, ο Νίκος, ο Πέτρος, ο Σωτήρης, ο Φεγγάρης Φεγγάροβιτς, η Δάφνη-Ελένη, ο Αχιλλέας, ο Ευγένιος, ο Πάνος, η Κωνσταντίνα, η Φάρμουρ, οι τρεις Ασπασίες (για να αναφέρω κάποια ενδεικτικά). Και από την άλλη η Σάμος, το Λαμαγάρι, η Αθήνα της Κατοχής, η Μόσχα, το Παρίσι των αυτοεξόριστων την εποχή της χούντας, το Άαχεν, η Ανναστράσσε, η οδός Καλογερά, η Κυψέλη, εγγράφονται στο μυαλό μας.

Αναζητώντας κανείς τους λόγους για τους οποίους τα βιβλία της Άλκης Ζέη τυπώνονται και ανατυπώνονται συνεχώς στην Ελλάδα και διαβάζονται από διαδοχικές γενιές παιδιών και εφήβων, αλλά και μεταφράζονται σε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, βασκικά, δανέζικα, τουρκικά, για να αναφέρουμε τις μεγάλες και τις μικρότερες απ’ αυτές) θα σταματούσε πρώτα στον ανθρωποκεντρικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα τους. Θα προχωρούσε μετά στον παραμυθικό τρόπο με τον οποίο περνούν οι συμβολισμοί και ανιχνεύονται τα μηνύματα και ύστερα θα εντόπιζε την αμεσότητα και την αποτελεσματικότητα της γραφής μέσα από ζωηρά αφηγηματικά πρόσωπα, σωστά δομημένες ανθρώπινες σχέσεις, δραστικές συναισθηματικές καταστάσεις. Με τα βιβλία της αναβιώνει το παρελθόν, αλλά και παρεμβαίνει στη σύγχρονη πραγματικότητα. Μιλάει με τρυφερότητα και ρεαλισμό, με φυσικότητα και φρεσκάδα, για την αγάπη, τη φιλία, τον έρωτα, την ευθύνη, την αδικία, το μυστικό, την οικογένεια, το παιχνίδι, τη γιορτή, τις κοινωνικές σχέσεις. Επισημαίνοντας προβλήματα προτείνει λύσεις εφικτές, διεκπεραιώνοντας με τέχνη και  τεχνική τον ρόλο του πραγματικού διανοούμενου που επάξια εκπροσωπεί.

Παρασύρθηκα σε φιλολογικά μονοπάτια, ενώ άλλα ήθελα να πω∙ γι’ αυτό, κλείνοντας, θα μαζευτώ και θα σας βεβαιώσω ότι αγαπάμε όλοι την Άλκη γιατί πρώτα απ’ όλα είναι η ίδια ένας νορμάλ άνθρωπος. Που απαντά ακαριαία ότι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή είναι η φιλία και το αποδεικνύει έμπρακτα. Που δεν διστάζει να δηλώσει: Για μένα ο Εμφύλιος σταμάτησε όταν γνώρισα την Αμαλία Καραμανλή. Και ακόμη, χωρίς καμία συγγραφική πόζα παραδέχεται: αισθάνομαι καλά και όταν γράφω και όταν δεν γράφω.

Μαρία Στασινοπούλου, περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 528, Απρίλιος 2012