ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΚΗ ΖΕΗ

ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΚΗ ΖΕΗ

Μια συζήτηση με την Άλκη Ζέη είναι μια πνευματική και ψυχική απόλαυση. Για τους μεγαλύτερους είναι η προσωποποίηση των κατατρεγμένων αγωνιστών που στο όραμα μια δικαιότερης κοινωνίας θυσίασαν ατομικά όνειρα κι επιθυμίες. Για τους νεότερους είναι σύμβολο μιας γενιάς μύθου που περνάει σιγά σιγά στην ιστορία αφού κυνήγησε την ουτοπία. Για τους φίλους της είναι μια γυναίκα συναισθηματικά γενναιόδωρη, με ανεξάντλητη διάθεση για ζωή. Μα πάνω απ’ όλα, είναι για όλους μας η αγαπημένη συγγραφέας που, είτε γράφει για μεγάλους είτε για μικρούς, τα βιβλία της διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται με την ίδια ευχαρίστηση όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Η διαδρομή της είναι τόσο μακρόχρονη που είναι φυσικό τα περισσότερα στοιχεία της προσωπικής και λογοτεχνικής της ζωής να έχουν συχνά βγει στο φως της δημοσιότητας μέσα από συνεντεύξεις και πορτρέτα. Πάντα όμως υπάρχει κάτι νέο να μας πει, με τον ευθύβολο λόγο της, με το χιούμορ που δεν την εγκαταλείπει και με την κατασταλαγμένη θεώρηση των πραγμάτων που προσφέρει η πείρα της ζωής.

ΕΡ: Κυρία Ζέη, έχετε συχνά αναφέρει πως ένας δάσκαλος μπορεί να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ατόμου. Πόσο καθοριστικοί για τη δική σας προσωπική εξέλιξη υπήρξαν οι δάσκαλοί σας;

ΑΠ: Οι δάσκαλοί μου έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη μου και στη  ζωή μου ακόμα. Στις τρείς τελευταίες τάξεις του γυμνασίου πήγα στη σχολή Αηδονοπούλου. Για την εποχή του, μα και με σημερινά δεδομένα ακόμη, ήταν ένα σχολείο προοδευτικό, με καθηγητές δημοκρατικούς -για να μην πω αριστερούς! Το σχολείο που πήγαινα πριν ήταν φασιστικό, με όραμά του το Μεταξά και τον Χίτλερ. Οι καθηγητές γενικά βαρετοί και αδιάφοροι, με εξαίρεση μια καθηγήτρια των Νέων ελληνικών, την Αγγελική Καϊρη. Την επισκεφτήκαμε πριν πέντε χρόνια με την αδελφή μου και τη Ζώρζ Σαρή κι όχι μόνο δεν μας είχε ξεχάσει, αλλά είχε παρακολουθήσει τις εξελίξεις  μας. Μόλις ένα χρόνο προλάβαμε να την έχουμε γιατί την έδιωξαν, επειδή είχε την έμπνευση να μας βάλει, εκτός προγράμματος, να μαζεύουμε παροιμίες. Αυτό θεωρήθηκε ανατρεπτικό, καθώς κι η στενή επαφή της μαζί μας, που δεν άρμοζε στη νοοτροπία του σχολείου. Έτσι η σχολή Αηδονοπούλου υπήρξε για μένα ένα ανοιχτό παράθυρο στην ελεύθερη σκέψη και την προσωπική εξέλιξη. Τα νέα ελληνικά δίδασκε η Ειρήνη Παϊδούση. Μας μετέδιδε το πάθος της για τον Βυζιηνό, τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα, που βέβαια δεν υπήρχαν καθόλου στο πρόγραμμα του σχολείου της εποχής του Μεταξά. Στο άλλο σχολείο, στις εκθέσεις ήμουνα κάτω του μετρίου. Γιατί τα θέματα όπως η αστυφιλία ή η αποταμίευση, δεν με ενέπνεαν καθόλου. Στο καινούργιο σχολείο η πρώτη μου έκθεση, που ήταν ελευθερο θέμα και μπορούσαμε να γράψουμε στη δημοτική, θεωρήθηκε η καλύτερη της τάξης και πρότειναν ομόφωνα να δημοσιευτεί στο περιοδικό του σχολείου. Επρεπε όμως να περάσει και από την επιτροπή περιοδικού που την αποτελούσαν μαθήτριες από τις μεγάλες τάξεις. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν η πολύ αυστηρή Ελένη Σταυρινου-μετέπειτα Βακαλό-. Η αδελφή της η Ανθούλα ήταν κολητή μου. “Αν περιμένεις να εγκρίνει η Ελένη σώθηκες, εμένα δεν μου έχει εγκρίνει καμιά έκθεση για το περιοδικό” με απέλπισε. Κι’όμως σε λίγες μέρες στο διάλειμμα ξαπλώθηκε ένα μουρμούρισμα. “Η Ελένη ενέκρινε την έκθεση της Αλκης”. Έτσι στο τεύχος του επόμενου περιοδικού είδα δημοσιευμένη την έκθεση μου. Από κει πήρα θάρρος κι έγραφα για την εφημερίδα του τοίχου που έβγαινε κάθε βδομάδα το χρονογράφημα, αφού βέβαια περνούσα καθε φορά τη λαχτάρα να πεί το «ναι» η Ελένη. Στα Αρχαία και τα Λατινικά, καθηγητής ήταν ο Μιχάλης Αναστασίου -ξάδελφος του Καζαντζάκη. Τον είχε ερωτευτεί όλη η τάξη. Ούτε νέος ήταν, ούτε ωραίος. Περπατούσε σκυφτά, φορούσε γυαλιά που του έπεφταν διαρκώς στη μύτη, είχε όμως μιά φωνή που μας μάγευε. Μας έκανε ν’αγαπήσουμε το συντακτικό και τη γραμματική και τα εις μι ρήματα ακόμα. Λατρέψαμε την Οδύσσεια που μας τη διάβαζε σχεδόν όλη μεταφράζοντας κατευθείαν από το αρχαίο κείμενο. Κι έβρισκε μέσα στην ώρα του μαθήματος χρόνο να μας απαγγέλει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέερ Γκύντ του Ίψεν. Κανένα κοριτσι της εποχής μου δεν ήξερε στα δεκαπέντε του Ίψεν και μάλιστα τον Πέερ Γύντ. Τεχνικά μας έκανε μια πολύ νέα καθηγήτρια που μόλις είχε έρθει από το Παρίσι που είχε σπουδάσει στη σχολή καλων τεχνών. Η Ελένη Περράκη-Θεοχάρη. Είχε πάθος για το κουκλοθέατρο και μας το μετέδωσε. Σε όσες ζωγράφιζαν ανέθεσε να κάνουν τα σκηνικά. Όσες  πάλι μπορούσαν να πλάσουν με πυλό ζωάκια ή άλλα είδη είπε να τους μάθει να φτιάχνουν τις  κούκλες. Εγώ περίμενα τη σειρά μου να δώ τι θα κάνω γιατί μέ είχε αφήσει τελευταία.”Εσύ, μου λέει,ούτε να ζωγραφίσεις μπορείς, ούτε να πλάσεις τίποτα με πηλό. Είδα όμως στο περιοδικό κάτι δικό σου και μ’άρεσε. Λοιπόν, θα μας γράφεις τα έργα”. Και τα έγραψα.

ΕΡ: Είναι αλήθεια ότι κι ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, εκτός από σύζυγος υπήρξε επίσης μέντοράς σας;

ΑΠ: Ο Γιώργος στάθηκε πολύτιμος υποστηρικτής μου από τα πρώτα μου κιόλας ψελλίσματα όταν έγραφα στα δεκάξι μου για το κουκλοθέατρο -που τότε έγινε κι η γνωριμία μας. Με ενθάρρυνε αλλά ήταν και πολύ αυστηρός κριτής. Ισως γι’αυτό δεν πήρανε τα μυαλά μου αέρα όταν με χειροκροτούσανε ενθουσιωδώς ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης κι ο Μάριος Πλωρήτης, που πρακολουθούσανε  ανελειπώς το κουκλοθέατρο. Σ’ εκείνο όμως που δεν συμφωνούσε ο Γιώργος ήταν να γίνω ηθοποιός. Γιατί εγώ κάποιο φεγγάρι θέλησα να πάω στη δραματική σχολή. Εύρισκε πως δεν είχα ταλέντο, ή μάλλον ταλέντο όπως το ήθελε εκείνος, που αγαπούσε πολύ το θέατρο. Δεν με εμπόδισε όμως κι άφησε να  καταλάβω μόνη μου. Δεν πήγα βέβαια να δώσω εξετάσεις στη σχολή του Ρώτα που δίδασκε ο ίδιος, γιατί σιγουρα θα με απέρριπτε. Πήγα στο Ωδείο Αθηνών που δίδασκαν ο Βεάκης κι ο Ροντήρης. Εκείνοι με πήραν, τέλειωσα τη σχολή. Ο Γιώργος στο μεταξύ ειχε φύγει κρυφά από την Ελλάδα, εγώ όμως δεν ξεχνούσα το βλέμμα του όταν του έπαιζα κάποια σκηνή, που με ακολουθούσε και στο θέατρο που έπαιξα για λίγο. Ετσι άφησα το θέατρο πριν μ’αφήσει αυτό. Οταν ξανασυναντηθήκαμε μετά από πέντε χρόνια, μ’ εσπρωξε μ’όλη την πείρα και την αγάπη του στο γράψιμο.

ΕΡ: Ανήκετε σε μια γενιά που οι ιστορικές συγκυρίες ήταν πολύ συχνά αυτές που καθόρισαν την πορεία σας. Σ’ αυτή την αναγκαστική διαδρομή, για εσάς την ίδια, μαχητική διανοούμενη αλλά και γυναίκα και μάνα, τι έμπαινε ως προτεραιότητα, η πνευματική δημιουργία και η επιδίωξη στόχων ή η επιβίωση;

ΑΠ: Εζησα τέτοιες εποχές που η πνευματική δημιουργία ήταν το πεντεσπάνι ενώ έλειπε το ψωμί. Εκτός από την κατοχή, που το ηθικό μας ήτανε πολύ ψηλά γιατί οι στόχοι ήτανε ξεκάθαροι και οι ελπίδες μεγάλες για τις μέρες που θα ερχόντανε. Αργότερα όμως, τον Δεκεμβρη του 44, στον εμφύλιο μετά, προσωπικά εμένα η πνευματική δημιουργία ήτανε το τελευταίο που με απασχολούσε. Ισως αν ήμουνα ήδη συγγραφέας να μπορούσα όπως ο Ρίτσος να δημιουργώ ακούγοντας τα βογγητά των βασανισμένων. Αργότερα, στην εποχή της Χούντας όταν είχαμε καταφύγει οικογενειακώς στο Παρίσι, παρ’ όλες τις δυσκολίες που υπήρχαν στην καθημερινότητά μας, για μένα προσωπικά ήταν μια εποχή που μου περίσσευε ψυχική ανάσα για δημιουργία. Οικονομικές δυσκολίες πολλές, η Αντίσταση ήθελε πολύ χρόνο και ενέργεια, σαν οικογένεια ήμασταν όμως όλοι μαζί και στην Αντίσταση πάλι ενωμένοι. Δεν συγκρίνεται με τίποτα αυτή η εποχή με τον εμφύλιο. Το σπίτι μας μικρό, εγώ όμως έγραφα μια χαρά στην κουζίνα μαγειρεύοντας συγχρόνως. Εκεί έγραψα τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, τον Θείο Πλάτωνα, το Κοντά στις ράγες, την Μωβ ομπρέλα κι άρχισα την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.

ΕΡ: Ποιες είναι οι πιο ευχάριστες, αλλά και οι πιο δυσάρεστες στιγμές, που ανακαλείτε από τη ζωή σας;

ΑΠ: Ευτυχώς έχω αρκετά ευχάριστες στιγμές στη ζωή μου να αναπολήσω, γιατί οι δυσάρεστες περισσεύουν. Από τις ευχαριστες ξεχωρίζω την μέρα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου 1944 και την 5 Απριλίου του 1954 που ξανασυνάντησα το Γιώργο υστερα από πέντε χρόνια χωρισμού. Οσο για τις δυσάρεστες, όλο υπάρχει και κάποια “πιο” γι’αυτό δεν ξεχωρίζω καμιά.

ΕΡ: Μας προβληματίζει το γεγονός ότι οι μεταπολιτευτικές γενιές έχουν επαναπαυθεί και δεν επιδεικνύουν ιδιαίτερη βούληση για συλλογική συμμετοχή, κυρίως για ανιδιοτελή συμμετοχή στα κοινά ή για εθελοντισμό και κοινωνική προσφορά. Πού το αποδίδετε αυτό;

ΑΠ: Για τις μεταπολιτευτικές γενιές όλοι εμείς οι πριν είμαστε υπεύθυνοι για τη συμπεριφορά τους, επειδή τους αφήσαμε να ζούν ξένοιαστοι πως κακές μέρες δεν πρόκειται να ξανάρθουν. Ισως ακόμα γιατί μαζί τους ζούσαμε κι εμείς μια ξενοιασιά που δεν την είχαμε ποτέ μας γευθεί.

ΕΡ: Αυτό που προκύπτει από τους χαρακτήρες των βιβλίων σας είναι το πρότυπο συμπεριφοράς του ολοκληρωμένου ανθρώπου, συναισθηματικά ώριμου, καλλιεργημένου και σκεπτόμενου, αλληλέγγυου, με ήθος που στις μέρες μας σπανίζει. Μήπως κάτι τέτοιο είναι πολύ τέλειο για να είναι αληθινό;

ΑΠ: Τα περισσότερα βιβλία μου είναι κομμάτια από τη ζωή μου. Ακόμα και σ’αυτά που δεν είναι αυτοβιογραφικά, αθελά μου μπαίνω μέσα στην ιστορία. Οι χαρακτήρες λοιπόν που περιγράφω είναι πρόσωπα αληθινά που τα γνώρισα και δεν τα ωραιοποίησα, άλλο αν δεν τα φωτογράφισα και άλλαξα τη δράση τους όταν μου χρειαζόταν για το μυθιστόρημα.

ΕΡ: Μπορεί ένα πεζογράφημα να παίξει ρόλο στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών;

ΑΠ: Φυσικά και μπορεί, αρκεί να μην είναι το ίδιο…παιδαγωγικό.

ΕΡ: Πώς βλέπετε τους σημερινούς δασκάλους στα σχολεία που επισκέπτεστε; Θα προτείνατε κάτι να αλλάξει;

ΑΠ: Έχω την καλύτερη εικόνα για όλους τους δασκάλους μας σ’ όποια γωνιά της Ελλάδας κι αν βρίσκονται. Εικόνα βεβαίως λανθασμένη, γιατί δυστυχώς, όλοι οι δάσκαλοι δεν είναι εξαιρετικοί… Εγώ όμως ποια σχολεία επισκέπτομαι; Αυτά που με προσκαλούν γιατί έχουν δασκάλους που με μεγάλες θυσίες βρίσκουν τρόπους να κάνουν τα παιδιά να διαβάσουν και ν’ αγαπήσουν το βιβλίο.

Πολλά θα είχα να προτείνω ν’ αλλάξουν στο σχολείο. Το κυριότερο να έχουν τα παιδιά ελεύθερο χρόνο, όχι μόνο για να διαβάσουν εξωσχολικά βιβλία, αλλά και για να παίξουν. Κι ο δάσκαλος να έχει αρκετό χρόνο ώστε να τραβήξει τα παιδιά από τις τόσες σειρήνες που τα τριγυρίζουν και να τα κάνει να νιώσουν την ανάγκη του βιβλίου.

ΕΡ: Η μορφή του παππού και της γιαγιάς είναι στα περισσότερα βιβλία σας παρούσα και μάλιστα με προσωπικότητα ισχυρή και ρόλο δυναμικό. Είναι μια συγγραφική επιλογή ή προέρχεται και από προσωπικά σας βιώματα;

ΑΠ: Η γιαγιά κι’ο παππούς στις περασμένες γενιές ήταν πιο κοντά στα παιδιά. Πρώτα γιατί ζούσαν μαζί  με τις οικογένειες κι έπειτα γιατί δεν δούλευαν. Στη δική μου παιδική ζωή ο παππούς μου έπαιξε σπουδαίο και αξέχαστο ρόλο γι’ αυτό και στα βιβλία μου ο παππούς έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Λυπάμαι που τα εγγόνια μου δεν γνώρισαν τον παππού τους γιατι θα είχαν πολλά να κερδίσουν. Οσο και να ζούσαμε μακριά εκείνος θα έβρισκε τον τρόπο, όπως τον βρίσκω κι εγώ, να δημιουργούσε μια στενή σχέση μαζί τους.

ΕΡ: Πρόσωπα και θέματα για τα βιβλία σας από πού αντλείτε και γιατί;

ΑΠ: Από τη δική μου ζωή, απο τις ζωές των άλλων και γενικά από τη ζωή. Δεν γράφω παραμύθια, ούτε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας. Οχι πως τα θεωρώ  κατώτερα, αλλά εμένα μ’αρέσει να φτιάχνω ήρωες που θα μπορούσαν να είναι αληθινοί. Στην Κωνσταντίνα και τις αράχνες της, την ηρωϊδα μου τη δημιούργησα από την αρχή ως το τέλος. Την ένοιωσα όμως τόσο πολύ δικιά μου και μου έγινε τόσο οικεία που όταν πήγα ξανά στο Ααχεν, τη μικρή πόλη της Γερμανίας όπου

έχω βάλει την Κωνσταντίνα να περνάει μερικά χρόνια της ζωής της, νόμιζα πως την είδα! Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, σ’ενα δρομάκι άρχισαν ν’ανάβουν τα φανάρια ένα – ένα και πριν ανάψουν καλά-καλά όλα, νόμισα πως ξεχώρισα μέσα από τις σκιές τη φιγούρα της Κωνσταντίνας.

ΕΡ: Υπάρχουν λογοτέχνες που σας έχουν επηρεάσει στη γραφή; Νιώσατε ποτέ την ανάγκη να διαφοροποιήσετε το ύφος της γραφής σας;

ΑΠ: Από τα πολύ παιδικά μου χρόνια τα βιβλία με επηρρέαζαν πολύ. Παρόλο που στην εποχή μας τα βιβλία, ιδίως για παιδιά, δεν ήταν άφθονα. Με επηρρέασε πολύ η Δέλτα που τη διάβαζα και και τη μάθαινα σχεδόν απέξω. Πέρυσι όταν μου ζητήθηκε απο τις εκδόσεις “Εστια” να γράψω πρόλογο για την καινούργια έκδοση του «Τρελαντώνη», πήρα να  ξαναδιαβάσω το βιβλίο και είδα μια ολοκληρη φράση να την έχω  ατόφια στο “Καπλάνι της βιτρίνας” με τη σιγουριά ότι ήτανε δική μου. Αργότερα, σίγουρα υπάρχουν συγγραφείς που με επηρρέασαν άλλοι λιγοτερο κι’άλλοι περισσότερο. Παραδείγματος χάρη οι νουβέλλες του Τσέχωφ είναι το είδος γραφής που ζήλεψα. Νομίζω όμως πως και ο Φραγκιάς και ο Τσίρκας με επηρρέασαν. Οσο για να διαφοροποιήσω το ύφος της γραφής μου με απασχόλησε πολλές φορές. Κάθε φορά όμως που δοκίμαζα μου φαινότανε  σα να αποφάσιζα ξαφνικά να περπατήσω με δέκα πόντους τακούνια. Ο Ξενόπουλος έλεγε στα εγγόνια του μια παροιμία που μου την μετέφεραν -την εγγονή του είχε παντρευτει ο αδελφός του Γιωργου, Γιάννης Σεβαστίκογλου-. Με το καπέλο που έχω σε χαιρετώ. Αποφάσισα κι εγώ λοιπόν να χαιρετώ με το καπέλο που έχω.

ΕΡ: Από την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή προτιμάτε να διαβάζετε Έλληνες ή ξένους συγγραφείς; Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία;

ΑΠ: Διαβάζω και Ελληνες και ξένους συγγραφείς. Η λογοτεχνία μας μπορεί να συναγωνίζεται ισάξια τους ξένους. Τα τελευταία χρόνια όμως δεν έχω βρεί σε κανέναν, εκείνο το μυθιστόρημα που θα με κάνει να βυθιστώ μέσα και να μη θέλω να το αφήσω από τα χέρια μου. Με μόνη εξαίρεση την Ανατροπή του Νίκου Θέμελη. Κατά τα άλλα τον ρόλο αυτό παίζουν οι βιογραφίες που κυριολεκτικά με συνεπαίρνουν. Διάβασα απανωτά τη βιογραφία του ρώσσου ποιητή Μάντελσταμ, γραμμένη από τη γυναίκα του, του Παστερνάκ, το μυθιστόρημα-βιογραφία του ανθρώπου που δολοφόνησε τον Τρότσκυ και τη βιογραφία του Στηβ Τζόμπς, του ιδρυτή των υπολογιστών της Apple.

ΕΡ: Μέσα στα βιβλία σας προβάλλονται αξίες και ιδανικά. Υπάρχουν όμως και ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις. Είναι ρόλος της λογοτεχνίας και η πολιτική διαπαιδαγώγηση των παιδιών;

ΑΠ: Για μένα ο πόλεμος, η κατοχή, η δικτατορία, ο εμφύλιος, δεν είναι πολιτική αλλά ιστορία, που σίγουρα τα παιδιά πρέπει να τη μάθουν. Οσο για τη λογοτεχνία μας θα μπορούσε ένας από τους ρόλους της να είναι και η πολιτική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έχει όμως τόσα  πολλά να  τους δώσει η λογοτεχνία, που αν καταφέρει να τους αναπτύξει ένα γερό συναισθηματικό κόσμο, όλα τ’αλλα θα βρούν από μόνα τους τη θέση τους.

ΕΡ: «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» άνοιξε το 1987 τη συζήτηση για τα γεγονότα του εμφυλίου και τις ευθύνες της αριστεράς. 25 χρόνια μετά σε ποιο σημείο θεωρείτε ότι έχει φτάσει αυτή η κουβέντα; Έχει πέσει αρκετό φως στο τι πραγματικά συνέβη, έχουν φανερωθεί οι αλήθειες των ανθρώπων που χαράμισαν τη ζωή τους;

ΑΠ: Δυστυχώς 25 χρόνια μετά την “Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα ” παρ΄όλο που μίλησαν αρκετοί έμειναν όμως πολλά  σκοτεινά σημεία.Κι’ όταν αρχεία του Κ.Κ.Ε μένουν κλειδοαμπαρωμένα και δεν μπορεί καθένας που αγωνίστηκε ή και νεώτερος που θέλει να μάθει, να έχει πρόσβαση σ’ άυτά, οι αλήθειες θα μένουν για πάντα κουτσουρεμένες.

ΕΡ: Έχουμε την αίσθηση ότι η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ήταν το φράγμα που έσπασε και ξεχύθηκε αδηφάγα η οικονομία των αγορών. Τι γεύση αφήνει αυτή η εξέλιξη για έναν άνθρωπο που οραματίστηκε μια κοινωνία ισότητας και δικαίου; Η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση επαναφέρει αυτούς τους προβληματισμούς; Πώς βλέπετε το ρόλο και το μέλλον της αριστεράς σε αυτή τη συγκυρία;

ΑΠ: Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού σε πολλούς από μας είχε γίνει πολύ  πρίν καταρρεύσει και τυπικά. Το τι ακολούθησε μετά ήταν η συνέπεια ενός συστήματος που πρόδωσε τα οράματά του. Οσο για το ρόλο της αριστεράς -και εννοώ παγκοσμίως- αν δεν αλλάξει τελείως νοοτροπία, αν δεν ξεκολήσει από ξεπερασμένα πρότυπα και δεν βρεί νέους δρόμους κρατώντας μόνο ό,τι καλό έχει υπάρξει, δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει ένα ηγετικό κίνημα που θα θέλξει τις νεολαίες.

ΕΡ: Κάποιος που γνωρίζει ότι έχει περάσει με τα βιβλία του στην αθανασία πώς αντιμετωπίζει την ιδέα του θανάτου;

ΑΠ: Δεν καταλαβαίνω πώς ήρθε στην ερώτηση σου η ιδέα του θανάτου! Μήπως τον βλέπεις κάπως να με τριγυρίζει; Οσο για μένα, είτε με αθανασία είτε χωρίς, θα τον αντιμετωπίζω με την ίδια αντιπάθεια.

ΕΡ: Μια σκέψη για το μέλλον αυτού του τόπου;

ΑΠ: Τι κρίμα.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Συνέντευξη στην Αγγελική Βουλουμάνου – Ιανουάριος 2012, Περιοδικό Διαβάζω τεύχος 528