ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΚΗ ΜΟΝΕΣ, ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΚΗ ΜΟΝΕΣ, ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ

Η Μαρία Στασινοπούλου για την Άλκη Ζέη

Τη ζωή για να τη νιώθεις πρέπει να μπορείς και να την αφηγηθείς.
Δεν πρέπει απλώς να κοιτάς ό,τι συμβαίνει, αλλά και να το βλέπεις.

«Σταματά το ταξί έξω από τον Ιανό και με δυσκολία βολεύεται στο πίσω κάθισμα. Τι είχαν απόψε στον Ιανό, ρωτά ο ενήμερος ταξιτζής. Μια εκδήλωση για τον Τίτο Πατρίκιο, απαντά η πελάτισσα. Την κόβει από το καθρεφτάκι, και συνεχίζει. Και σεις συγγραφέας είσαστε; Ναι. Πώς σας λένε; Άλκη Ζέη. Κόντεψε να του φύγει το τιμόνι από τα χέρια. Πλάκα μου κάνεις; Όχι, τον διαβεβαιώνει. Σας διαβάζω μια ζωή κι εγώ και η γυναίκα μου και τώρα τα παιδιά μου. Άσε που μας τρέλαινε ο δάσκαλος στο σχολείο: Άλκη Ζέη και Άλκη Ζέη. Και αυτόματα βγάζει το τάμπλετ και της ζητά να μετακινηθεί λίγο για να βγάλουν μαζί μία σέλφι».
Πρόσφατο περιστατικό, που μου το αφηγήθηκε η Άλκη.

Με την ΄Αλκη γνωριζόμαστε πάνω από τριάντα χρόνια. Αφορμή στάθηκε η κριτική μου για την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, στην εφημερίδα Το Βήμα, με την οποία συνεργαζόμουν τότε. Μιλάμε για το σωτήριον έτος 1987. Θεωρώ τη γνωριμία και τη σχέση μου μαζί της δώρο ακριβό και πολύτιμο που αξιώθηκα. Έχοντας διαβάσει όλα τα βιβλία της (και όχι μόνον από μία φορά) πολλά περιστατικά της ζωής της τα ξέρω∙ κάποια την έχω ακούσει να τα αφηγείται σε φιλικές συντροφιές∙ μερικά τα έχω απολαύσει σε συνεντεύξεις και τηλεοπτικές παρουσιάσεις της και άλλα, ξαναδιαβάζοντάς τα, αισθάνομαι πως τα έχω ζήσει η ίδια. Τέτοιο το επικοινωνιακό της ταλέντο.
Ζώντας με την Άλκη μαθαίνεις πάντα. Δεν εννοώ με τον συνήθη τρόπο της διδαχής, αλλά εισπράττοντας από την περιουσία μιας ζωής συνειδητά βιωμένης και κατασταλαγμένης. Θα μεταφέρω εδώ λόγια από μια πρόσφατη συνέντευξή της: «Είναι αλήθεια, βιώσαμε ένα όραμα και μία απογοήτευση, αλλά ευτυχώς την απογοήτευση την πήραμε αρκετά μεγάλοι και ώριμοι. Γιατί κρατήσαμε το όραμα όσο ήμασταν νέοι και αυτό μας βοήθησε να περάσουμε και δυσκολίες και όλα. Ύστερα, στην απογοήτευση, που είσαι πιο ώριμος, κρίνεις λογικά». Και παρακάτω: «Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ. Με την αδελφή μου γελούσαμε μια μέρα που θυμόμαστε το κλάμα που κάναμε όταν αποστάτησε ο Τσιριμώκος… Τώρα δυστυχώς δεν έχω πια κανέναν να κλάψω, είτε αποστατήσει είτε όχι. Κανέναν». Στην Άλκη ανήκει η φράση: «Για μένα ο εμφύλιος τελείωσε μόλις γνώρισα την Αμαλία Καραμανλή», στενή της φίλη από την εποχή του Παρισιού.
Η Άλκη Ζέη, στα περισσότερα βιβλία της, με αγέραστη μνήμη, αφηγείται τις εμπειρίες της ζωής της, με την αμεσότητα του βιωμένου και, όπου χρειάζεται, με την ικανότητα αποστασιοποίησης του ασκημένου τεχνίτη∙ με την ίδια όμως πάντα νεανική και σκανταλιάρικη διάθεση που τη χαρακτηρίζει.
Με τρόπο απλό και γοητευτικό, χωρίς καμία λογοτεχνική εκζήτηση, κυλάνε στα βιβλία της οι χρόνοι, εκτυλίσσονται τα γεγονότα και παρελαύνουν οι άνθρωποι, με μικρότερη ή μεγαλύτερη συμμετοχή, στον προσωπικό αλλά και στον ιστορικό χρόνο. Η οικονομία και η ισορροπία στην κατανομή του υλικού είναι ένα ακόμη από τα διακριτά της στοιχεία.
Είτε γράφει η εντεκάχρονη Άλκη –Κούλι τη φωνάζουν οι δικοί της– με μαλακό μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, γράμματα προς χάριν της αναλφάβητης οικιακής τους βοηθού Θοδώρας, για να τα στείλει εκείνη στον αγαπημένο της Πυθαγόρα στη Σάμο (την εκδούλευση ζήλωσαν και καρπώθηκαν όλες οι υπηρέτριες της πολυκατοικίας, πρώτες θαυμάστριες του συγγραφικού ταλέντου της Άλκης), είτε συγγράφει η δόκιμη και πολλάκις βραβευμένη Άλκη Ζέη σε σύγχρονο κομπιούτερ (στη χρήση του οποίου επιδόθηκε από πολύ νωρίς), το αποτέλεσμα είναι το ίδιο απλό, μεστό, φυσικό, χωρίς κουραστικές ωραιοποιήσεις και περιττά στολίδια.

Με χιούμορ, διάχυτο αλλά και υποδόριο, διαρκές και ευρηματικό, η συγγραφέας με μία έξυπνη, ανώδυνη ατάκα αποφορτίζει τη θλίψη ή την ένταση της αφήγησης: «Εφτά κόρες λοιπόν ο παππούς, εφτά κούκλες, με δύο μοναδικά ελαττώματα. Είχαν όλες κότσι στα πόδια και ήταν παράφωνες. Αυτά τα δύο μόνο κληρονόμησα πλουσιοπάροχα. Ευτυχώς πήρα το χιούμορ από τον Ζήνωνα Ζέη, όσο σπάνια κι αν το εκδήλωνε». Και αλλού: «Από τους γνωστούς μου, την ίδια ημερομηνία, με διαφορετική χρονολογία, έχουν γεννηθεί ο Χόρχε Σεμπρούν και ο Νίκος Κούνδουρος. Εγώ πέφτω κάπου ανάμεσα στους δύο. Τον Σεμπρούν που μ’ αρέσει πολύ σαν συγγραφέας τον γνώρισα στο Παρίσι στο σπίτι της Μελίνας την εποχή της Χούντας. Δεν ξέρω πώς ήρθε η κουβέντα και ανακαλύψαμε πως γεννηθήκαμε την ίδια μέρα. – Ωραία, μου λέει, να φύγουμε και μαζί για να ’χουμε καλή παρέα. Γελάσαμε. Ήμασταν αρκετά νέοι κι οι δυο μας. Εκείνος έφυγε πριν από λίγο καιρό, δεν με πήρε μαζί του∙ ήταν πολύ ευγενική ψυχή».

Έχω γράψει και έχω μιλήσει αμέτρητες φορές για τα βιβλία της Άλκης. Γι’ αυτό είπα να κάνω κάτι άλλο. Θα σας μεταφέρω κάποιες προσωπικές μας στιγμές, και θέλω να πιστεύω πως δεν θα θυμώσει που θα τις μοιραστώ μαζί σας. Εξάλλου η ίδια έχει μάθει να μοιράζεται από πολύ νωρίς.
Πρώτα πρώτα να μιλήσω για τις μαγειρικές της ικανότητες. Δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με τις οικιακές δουλειές ούτε με τα μαγειρέματα, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον. Εντούτοις τα σπίτια της, στην Αθήνα ή στις Μηλιές του Πηλίου όπου έχουμε περάσει πολλά καλοκαίρια, είναι πάντα τακτοποιημένα και καθαρά. Δεν μαγειρεύει ποτέ, αν μπορεί να το αποφύγει, όταν όμως το κάνει τα φαγητά της είναι τόσο γευστικά που να θέλεις κι άλλο. Σπεσιαλιτέ της το μοσχάρι αλά Στρογκανώφ (πώς θα φαινόταν άλλωστε ότι έχει ζήσει στη Ρωσία) και το ρι αλά φενέτρ.
Γι’ αυτό το τελευταίο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία του. Πρόκειται για κρύο ρύζι με λαδολέμονο, ελαφρά μαγιονέζα, γαρίδες, μανιτάρια, κομμένο αυγό, ψιλοκομμένη ντομάτα και ό,τι άλλο σου βρίσκεται για… πέταμα, όπως λέει χαρακτηριστικά, ό,τι δηλαδή έχει απομείνει στο ψυγείο. «Ξέρετε στη Γαλλία τι πεινασμένα πλήθη είχα ταΐσει με το ρι αλά φενέτρ!» προσθέτει. «Άλκη, γιατί το λες ρι αλά φενέτρ και γελάς;» και δεν βαριέται να αφηγηθεί: «Είχα φτιάξει μια φορά το φαγητό και, επειδή ήταν ζεστό ακόμη για να το βάλω στο ψυγείο και να φύγω (με περίμενε επείγουσα δουλειά), το άφησα στο παράθυρο της κουζίνας να κρυώσει και έγραψα ένα σημείωμα για την Ειρήνη (την κόρη της). “Φαγητό, ρι αλά φενέτρ”». Στη συνέχεια ήρθε ο Αλέξης Καρακώστας (γιος της Ζωρζ Σαρή) και μετά η γαλλίδα φίλη τους Ζακλίν (σύζυγος του Δημήτρη Σπάθη). «Θα φάμε ρι αλά φενέτρ», είπε η Ειρήνη και κατέβασε το μπολ από το παράθυρο. Οι άλλοι νόμισαν ότι έτσι λέγεται το φαγητό. Και του έμεινε το όνομα. Μετά το έμαθε η Ξένια (Καλογεροπούλου) και απ’ αυτήν ο Σταμάτης Φασουλής. «Μια μέρα ακούω στην παραλία της Καλλιφτέρης (όπου έκαναν μπάνιο όσοι μένανε στις Μηλιές), συνεχίζει η Άλκη, κάτι άγνωστους δίπλα να λένε: “σήμερα έχουμε ρι αλά φενέτρ”. Ήταν φιλοξενούμενοι του Σταμάτη έμαθα μετά. Το φαγητό μου είχε γίνει σουξέ!»

Η Άλκη είναι ο πιο εγκρατής και πειθαρχημένος στο φαγητό άνθρωπος που έχω γνωρίσει, μαζί με τον Λορεντζάτο. Τρώει λίγο και ποτέ πάνω από την ποσότητα που πρέπει. Βρισκόμαστε στη Λαμπινού στο Πήλιο, σε μια περιώνυμη ταβέρνα και τρώμε∙ ανάμεσα στα εδέσματα, τα φημισμένα ρεβύθια του καταστήματος. Μόλις τελειώνει το πιάτο της λέει:«Θα ήθελα δυο ρεβύθια ακόμη». Πρόθυμη και φαγού εγώ παραγγέλνω μία μερίδα. Απλώνει το κουτάλι η Άλκη και αντί να πιάσει δύο (στην κυριολεξία) ρεβύθια, έπιασε τρία. Πήρε τότε το μαχαίρι και έβγαλε το ένα στο πιάτο, «δύο θέλω», είπε. Γελάσαμε με την υπερβολή. Δεν είναι υπερβολή όμως, αυτοπροστασία είναι. Εμείς ξέρουμε γιατί.
Κάτι άλλο που με έχει εντυπωσιάσει και δεν συναντάς εύκολα στις ανθρώπινες επαφές είναι η σχέση της Άλκης με τα παιδιά της, την Ειρήνη και τον Πέτρο. Παιδιά που ούτε παραγγελία να τα κάνεις δεν σου πετυχαίνουνε τόσο. Έξυπνα, καλοφτιαγμένα, με προκοπή και διακρίσεις στη ζωή τους, δεν τους λείπει ποτέ το χιούμορ και η πειρακτική διάθεση. «Κληρονομικό χάρισμα». «Με την Ειρήνη, δεν έχουμε μαλώσει ποτέ», την άκουσα μια μέρα και απόρησα. Πολλές φορές αστειεύονται μαζί της. Κάποτε που η Άλκη πήγε να περάσει την Αλεξάνδρας, απέξω από το σπίτι της, χωρίς να μετακινηθεί στη διάβαση για πεζούς, τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο και της έσπασε το χέρι στον αγκώνα. Έτρεξε, όπως πάντα, ο Πέτρος και αφού την πήγε στο νοσοκομείο και βεβαιώθηκαν ότι δεν είναι τίποτε σοβαρό, της είπε: «Τώρα πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο με τίτλο Ο αγκών μου, όπως ο Χίτλερ έγραψε Ο αγών μου».
Εκτός από το ρι αλά φενέτρ υπάρχει και άλλο περιστατικό στο Παρίσι που συνδέεται με φαγητό. Η Άλκη και ο Γιώργος τρέχανε με τα διάφορα αντιστασιακά, την εποχή της χούντας, και άφηναν συχνά για φαγητό στα παιδιά ραβιόλια Μπουιτόνι σε κονσέρβα. «Κάποιο βράδυ, γυρίζοντας από το ολοήμερο τρέξιμο, τα βρίσκω στον καναπέ θλιμμένα, με μαύρα μαντίλια στον λαιμό και μαύρα περιβραχιόνια», αφηγείται. «Μαμά, πρέπει να στείλεις ένα στεφάνι στην Ιταλία, μου λένε, πέθανε ο Μπουιτόνι».

Πριν κλείσω δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στη νηφαλιότητα και την κατακτημένη σοφία, στοιχεία με τα οποία αντιμετωπίζει τη ζωή και την ιστορία η συγγραφέας. Όντας από πολύ νωρίς στην αριστερά και έχοντας πληρώσει ακριβά την ένταξή της, δεν διστάζει να ασκήσει κριτική ή να μιλήσει αμερόληπτα για τους ενθουσιασμούς αλλά και τις διαψεύσεις που αντάμωσαν. Η υγιής και ώριμη πολιτική της σκέψη, που εντάσσεται αλλά δεν υπακούει τυφλά σε κατευθύνσεις, που υποστηρίζει ιδεολογίες αλλά έχει την ψυχραιμία και τη γνώση να κρίνει και να αναθεωρεί απόψεις, διακρίνεται σε πολλά σημεία. Θα απομονώσω δύο μόνον: Το ένα αφορά στην πρώτη γνωριμία της Διδώς Σωτηρίου με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Αφού η «θείτσα» ανέκρινε με τακτ τον… γαμπρό κανονικά, είπε στην Άλκη με ανακούφιση, μόλις εκείνος έφυγε για να πάει στον Κουν: «Χάρηκα, μικρό, γιατί είναι δικός μας». Και σχολιάζει η σημερινή Άλκη: «Πρώτη φορά αυτή την έκφραση την άκουσα από τη Διδώ. Κι ύστερα πόσες φορές για ολόκληρα χρόνια λέγαμε ή ρωτούσαμε: “Αυτός είναι δικός μας;” Κι αν δεν ήτανε, ούτε θέλαμε καν να τον πλησιάσουμε. Πού να ξέραμε πως θα έρθει καιρός και θα ανακαλύπταμε ότι πολλοί “δικοί μας” δεν θα μας ταίριαζαν καθόλου, και σήμερα να μην ξέρουμε πια κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε “δικοί μας”. Τα συγκλονιστικά όμως εκείνα χρόνια της Κατοχής –κι ας μην φανεί παράξενο που τα λέω έτσι– οι περισσότεροι γύρω μας ήτανε “δικοί μας” και συνέβαιναν τόσο πολλά και αξέχαστα. Με το πέρασμα του χρόνου έχουν γίνει αχνές οι εικόνες της φρίκης και ευτυχώς μένουν ανεξίτηλες οι άλλες» (Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, σ. 265-266).
Το δεύτερο αναφέρεται στην Έλλη Παππά, αδελφή της Διδώς Σωτηρίου, η οποία, μέσα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, κάνοντας μαθήματα μαρξισμού σε νέες κοπέλες, είπε στην Άλκη: «Στον μαρξισμό άμα εμβαθύνεις μπορεί να βρεις και ποίηση ακόμα». Και σχολιάζει η ώριμη, πολύπαθη και πολύπειρη πια συγγραφέας σήμερα: «Πού να φανταζόμουνα πως δεκατρία τόσα χρόνια μετά θα… εμβάθυνα στον μαρξισμό με προγυμναστή τον σκηνοθέτη Αντώνη Βογιάζο, στη Μόσχα, όταν σπούδαζα σεναριογράφος στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Στις εξετάσεις πήρα άριστα. Αχ, Έλλη μου, όσο και να εμβάθυνα, ποίηση δεν βρήκα. Κι όχι μόνο αυτό, μου έφυγε τελείως από τη μνήμη ό,τι είχα μάθει».

Τελικά η Άλκη Ζέη γράφει βιβλία για παιδιά ή για μεγάλους; Είναι ένα ερώτημα που συχνά υποβάλλεται. Βιβλία για όλους, θα έλεγα, χωρίς καμία επιφύλαξη∙ γιατί η Άλκη Ζέη γράφει βιβλία άρτια, με δομή και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, με σωστά δομημένες ανθρώπινες σχέσεις και δραστικές συναισθηματικές καταστάσεις.
Και κλείνοντας θα καταφύγω στη δική της αφηγηματική τέχνη, για να συνοψίσω όσα πιστεύω για την Άλκη. Γράφει για την Ελένη, την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, στο ομότιτλο βιβλίο: «Εύθραυστη και όμως αγέρωχη, μπροστά σ’ ένα αόριστο κι ωστόσο πάλι καθορισμένο μέλλον, μιλάει χωρίς πικρία, χωρίς μεταμέλεια, με ζεστασιά, κάποτε με χιούμορ, με μια τρυφερή φροντίδα θα ’λεγες, να μη ζημιώσει το παρελθόν τής ζωής της και τη ζωή».

23/10/2019
Το κείμενο εκφωνήθηκε στο αφιέρωμα που πραγματοποιήθηκε προς τιμή της Άλκης Ζέη στον ΠΟΛΥΧΩΡΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.