Η ΑΛΚΗ ΖΕΗ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ

Η ΑΛΚΗ ΖΕΗ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ

«Από τα μικρά μου χρόνια ως σήμερα, ας μην πω με ακρίβεια πόσα είναι γιατί θα τρομάξω κι εγώ η ίδια, έζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους πολέμους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές. Δεν τα έζησα σαν απλός παρατηρητής, αλλά παίρνοντας ενεργό μέρος κάθε φορά κι έτσι και να ήθελα δεν θα μπορούσε το συγγραφικό μου έργο να μην επηρεαστεί από τα γεγονότα  αυτά που συγκλόνισαν τον τόπο μας. Άθελα μου η ζωή μου μπλέχτηκε μέσα στην ιστορία κι έγινα κι εγώ ένα κομμάτι της. Το συγγραφικό μου λοιπόν έργο, θέλω δε θέλω είναι γεμάτο ιστορία.» 

         Γράφοντας το πρώτο μου μυθιστόρημα, Το καπλάνι της βιτρίνας, που είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό και περιγράφει τα παιδικά μου χρόνια στη Σάμο, πώς να μην έχει αναφορές στη δικτατορία του Μεταξά το 1936, που εισέβαλε στη ζωή μας και μπλέχτηκε με τα παιχνίδια μας.

         Το μυθιστόρημα αυτό παρόλο που ήτανε το πρώτο μου, δε με δυσκόλεψε πολύ. Ούτε το κύριο μέλημά μου ήτανε να μιλήσω στα παιδιά για τη δικτατορία. Αυτά που έγραφα ήτανε ιστορίες που διηγιόμουν κάθε βράδυ στα παιδιά μου πριν κοιμηθούν, για την αδελφή μου και για μένα, για τον παππού μας και γενικά για τα παιδικά μας χρόνια στη Σάμο. Τους μιλούσα με πολύ χιούμορ για τα κατορθώματά μας, τους φίλους μας και τα παιχνίδια μας κι όσο για τη δικτατορία ξεπήδησε από μόνη της.

         Σε καμιά από τις 33 χώρες που κυκλοφόρησε Το καπλάνι της βιτρίνας δεν αναφέρθηκε σαν πολιτικό βιβλίο – όπως στην Ελλάδα όταν πρωτοβγήκε το 1963 – αλλά σαν μυθιστόρημα με αναφορές στην ιστορία. Στην Αμερική μάλιστα, την ώρα που στη χώρα μας η χούντα το είχε απαγορέψει σαν κομμουνιστικό βιβλίο, έπαιρνε το βραβείο για το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο.

         Έπρεπε να έρθει η δικτατορία του 1967 να τη δουν τα παιδιά με τα ίδια τους τα μάτια, να τη ζήσουν μέσα στα σπίτια τους για να γίνει κατανοητό από τους μεγάλους πως αλίμονο αν δεν μιλάμε στα παιδιά μας για την ιστορία του τόπου τους.

         Είπα πως το πρώτο μου μυθιστόρημα δεν με δυσκόλεψε να το γράψω, αργότερα όμως τρόμαξα και είδα πόσο δύσκολο είναι να συνδυάσεις την ιστορία με το μύθο κι ακόμα να την πεις στα παιδιά όχι σαν μάθημα, μα σαν κάτι που θα τα θέλξει και θα τα κάνει να αναζητήσουν να μάθουν για εποχές που σφράγισαν τη χώρα μας και που κατά κανόνα δεν τις μαθαίνουν στο σχολείο.

         Ύστερα από μια δεκάχρονη παραμονή μου μακριά από την Ελλάδα, όταν γύρισα το 1964, διαπίστωσα με μεγάλη μου έκπληξη πως τα παιδιά δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα για τον πόλεμο – έξω από το «όχι» του Μεταξά – και τη μεγάλη αντίσταση της χώρας μας στον κατακτητή. Πολλοί γονείς που ήξερα πως οι ίδιοι είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση δεν είχαν αφηγηθεί τίποτα στα παιδιά τους. Όσον αφορά το σχολείο, αυτά τα γεγονότα και κυρίως η Αντίσταση, ήτανε τελείως έξω από το σχολικό πρόγραμμα και ούτε επιτρεπόταν στους δασκάλους να μιλάνε γι’ αυτή την Ιστορία που δεν ήτανε και τόσο μακρινή και την είχα ολοζώντανη στη μνήμη μου.

         Έτσι έγραψα τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, ενώ βρισκόμουνα μακριά από την Ελλάδα στο Παρίσι, εξαιτίας της Χούντας αυτή τη φορά. Στο βιβλίο αυτό μιλώ για τον πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση. Βάζω για  ήρωα ένα μικρό αγόρι, για να είναι το έργο πιο κοντά στα παιδιά και το τοποθετώ σε μια οικογένεια που δεν έχει σχέση με τη δική μου, για να απομακρυνθώ από την αυτοβιογραφία. Πώς όμως να απομακρυνθώ όταν τα γεγονότα που περιγράφω τα έχω ζήσει εγώ η ίδια, μέρα τη μέρα, στιγμή τη στιγμή; Έτσι σε κάθε σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα κομμάτι από μένα. Βρίσκομαι ακόμα μέσα στο τριζόνι, στη χελώνα, το σκύλο, που παίζουν σημαντικό ρόλο στη αφήγηση.

         Όταν λέω έζησα την ιστορία κι εγώ κι ολόκληρη η γενιά μου, εννοώ πως η ζωή μας ήτανε ο πόλεμος, η κατοχή και η αντίσταση. Η πείνα, ο φόβος, το μίσος για τον κατακτητή, ανακατεύονταν μέσα στα παιχνίδια μας, στα διαβάσματα μας, στους έρωτές μας, μαζί με τον πόθο για ζωή και ελευθερία. Το αίσθημα της πείνας ήθελα να το περιγράψω και να κάνω τα παιδιά να νιώσουν πώς ζούσαν εκείνη την εποχή οι συνομήλικοί τους. Η πείνα από μόνη της είναι μια ιστορία φρίκης. Κι αν το δει κανείς με ψυχρό μάτι θα αναρωτηθεί αν μπορούμε να πούμε στα παιδιά μια τόσο φριχτή ιστορία, σαν κι αυτή που περιγράφω στον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, όπου οι δυο μικροί ήρωες πήγαν να πετάξουν την πεθαμένη γιαγιά του Πέτρου – που την αγαπούσε πολύ – γιατί αν δήλωναν τον θάνατό της, για να τη θάψουν, έπρεπε να παραδώσουν το δελτίο του ψωμιού της, πολύτιμο για την επιβίωση.

         Αυτό νομίζω ήτανε το πιο μεγάλο μου κατόρθωμα, να διηγηθώ αυτή τη σκηνή, μα με το χιούμορ, την ευαισθησία και τη συγκίνηση που χαρακτηρίζει τα παιδιά, έτσι που να μην προκαλεί φρίκη. Στη Γαλλία, όταν μεταφράστηκε το βιβλίο, πήρα γι’ αυτή ειδικά τη σκηνή τόσο καλές κριτικές, που δεν μου είναι βολικό να τις αναφέρω.

         Την ιστορία τη μεταχειρίστηκα και με… πονηριά. Είχε γίνει η δικτατορία του 1967.  Εγώ βρισκόμουν αυτοεξόριστη με την οικογένειά μου στο Παρίσι και το 1973 αποφάσισα ύστερα από χίλιους δισταγμούς να έρθω στην Αθήνα, για να δω την άρρωστη μητέρα μου. Έπεσα πάνω στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και δεν μετανιώνω που έζησα πάλι την ιστορία από κοντά.

         Γυρνώντας στο Παρίσι ήθελα να γράψω γι’ αυτό το γεγονός, μα μ’ ένοιαζε  να κυκλοφορήσει το βιβλίο στην Ελλάδα, που σίγουρα η λογοκρισία θα το απαγόρευε. Έτσι στο Κοντά στις ράγιες τοποθετώ την ιστορία μου στην προεπαναστατική Ρωσία της εποχής των τσάρων. Ο καμβάς, ήτανε ένα βιβλίο ρωσικό που διάβαζε με πάθος η κόρη μου στα εννιά της χρόνια, όταν ζούσαμε στη Μόσχα. Παίρνω λοιπόν από τις Ελληνικές εφημερίδες την περιγραφή της εισόδου των τανκς στο Πολυτεχνείο και την τοποθετώ στην Πετρούπολη, την μακρινή εκείνη εποχή που άρχισαν οι εξεγέρσεις των φοιτητών εναντίον του τσάρου. Μόνο που αντί τανκς βάζω άλογα. Και μπαίνει η αστυνομία καβάλα στα άλογα γκρεμίζοντας τη σιδερένια πόρτα κι όλα εξελίσσονται ακριβώς όπως το 1973 στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα. Κι άλλα πολλά γεγονότα από την περίοδο της χούντας τα τοποθετώ στην μακρινή και άγνωστη για τα παιδιά Ρωσία. Η δεκάχρονη ηρωΐδα μου αγαπήθηκε πολύ απ’ αυτά και σε όλο βέβαια το μυθιστόρημα ξεπροβάλλει το μικρό κορίτσι που ήμουνα εγώ στα φασιστικά σχολεία της δικτατορίας του Μεταξά.

         Με το μυθιστόρημά μου Η μωβ ομπρέλα κλείνει μία τριλογία. Παρόλο που γράφτηκε αργότερα, διαδραματίζεται πριν από την εποχή του Μεγάλου περίπατου του Πέτρου. Είναι το τελευταίο καλοκαίρι πριν από την κήρυξη  του πολέμου στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη ο πόλεμος  έχει αρχίσει για τα καλά. Ο στρατός του Χίτλερ κάνει παρέλαση στα Ιλίσια  πεδία. Πόλεμος, φασισμός, αντίσταση φτάνουν στους μικρούς μου ήρωες μέσω ενός Γάλλου καθηγητή που μένει στον απάνω όροφο του σπιτιού  τους και του μικρού ανιψιού του που έρχεται από τη Γαλλία – από τη περιοχή που δεν είχαν καταλάβει ακόμα οι Γερμανοί – για να μείνει με το θείο του, γιατί οι γονείς του έχουν πάρει μέρος στην αντίσταση και βρίσκονται σε κίνδυνο.  Ένα κοριτσάκι δέκα χρονών και τα δυο πιο μικρά δίδυμα αδερφάκια της είναι οι ήρωες μου και γύρω τους οι φίλοι και οι μεγάλοι. Δυο ξεχωριστοί κόσμοι, παιδιά και μεγάλοι, που ζουν και αντιλαμβάνονται διαφορετικά όλα τα γεγονότα, μικρά και μεγάλα.

         Τα πολύ δύσκολα άρχισαν με το μυθιστόρημά μου, Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Αν αποφασίσεις να γράψεις ένα αφήγημα όχι για παιδιά αντλώντας από τα προσωπικά σου βιώματα, χωρίς όμως να είναι αυτοβιογραφικό, κι αν θέλεις μάλιστα να το τοποθετήσεις σε ιστορικό πλαίσιο, έχεις να αντιμετωπίσεις τεράστια προβλήματα.  Βασανίστηκα πολύ πριν αρχίσω να το γράφω, κυρίως γιατί έψαχνα την ιστορική αλήθεια. Μέσα όμως στην έρευνα μου κατάλαβα πως η αλήθεια που γύρευα δεν ήτανε καταγραμμένη πουθενά. Μόνο μαρτυρίες αυτής της περιόδου – πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος – κατέγραφαν αυτά τα γεγονότα που καθένας τα περιέγραφε όπως τα έζησε.  Έτσι αποφάσισα πως τα ιστορικά γεγονότα θα παρουσιαστούν όπως τα είδε και τα έζησε η ηρωΐδα μου. Τα γεγονότα δεν είναι φανταστικά,  τα έχω ζήσει εγώ η ίδια. Θα μπορούσε λοιπόν να τα έχει ζήσει και η ηρωΐδα μου περνώντας τα μέσα από το δικό της πρίσμα.

         Το παλαιό πρόβλημα της σχέσης ζωής και τέχνης, μύθου και ιστορίας, πραγματικού και φανταστικού, αληθινού και αληθοφανούς ήτανε τα μεγάλα προβλήματα που με τρόμαζαν όσο έγραφα το βιβλίο τόσο που όταν το τελείωσα αναρωτιόμουνα αν θα το δώσω να εκδοθεί. Όταν γράφεις για την τόσο πρόσφατη ιστορία είσαι πολύ ευάλωτος. Οι ιστορικοί ψάχνουν να βρουν μια ιστορική αλήθεια και οι αναγνώστες που έζησαν τα γεγονότα τα βλέπουν μέσα από το δικό τους πρίσμα και φυσικά αναζητούν να τα έχεις δει και συ έτσι.  Δεν ήθελα να γράψω ούτε την ιστορία μιας εποχής που ακόμα δεν είναι ξεκάθαρη ούτε την αυτοβιογραφία μου, αλλά όσα γράφω να είναι η αλήθεια έστω κι αν αυτή η αλήθεια περνούσε μέσα από μένα.

        Δεν έγραψα άλλο μυθιστόρημα για μεγάλους , κι αν έγραψα συνέχεια για παιδιά είναι γιατί θέλησα να καταγράψω αυτές τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας του τόπου μας, που τις έζησε η γενιά μου, γιατί φοβάμαι πως αν δεν καταγραφούν, θα φύγουν μαζί με εμάς.

         Τα δύο τελευταία μου μυθιστορήματα, Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της και το πολύ πρόσφατο Ο ψεύτης παππούς, αναφέρονται σε σημερινή εποχή. Δεν αντλώ πια αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, οι ήρωες μου είναι σημερινά παιδιά. Η ιστορία όμως φαίνεται μου… βγαίνει από τα αυτιά.  Έτσι στην «Κωνσταντίνα» με τη γιαγιά και τις φιλενάδες της και στον «Ψεύτη παππού» με τον παππού, εμφανίζεται η ιστορία.

         Αν πέτυχα να κάνω τα παιδιά να την ακούσουν τουλάχιστον, το μέλλον θα δείξει.»