Η ΑΛΚΗ ΖΕΗ, ΕΝΑΣ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η ΑΛΚΗ ΖΕΗ, ΕΝΑΣ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Αισθάνεται κανείς συχνά πως δεν γνωρίζουμε όσο θα έπρεπε τουλάχιστον, τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους.  Γιατί η Άλκη Ζέη, η πολυδιαβασμένη, καθώς έχει ζυμωθεί με “πυρίκαυστες” περιόδους της ελληνικής ζωής, είναι αναμφισβήτητα ένας δικός μας άνθρωπος.  Και μόνον τα αντίτυπα των βιβλίων της που έχουν διαβάσει οι Έλληνες να προσέξει κανείς, θα καταλάβει αμέσως τον “αγαπησιάρικο” τρόπο, που μ’ αυτόν την έχει εγκολπωθεί η κοινωνία μας. 

Ποια είναι ωστόσο αυτή η γυναίκα με τη νεανική σκέψη, ψυχή και συμπεριφορά, στο μέσον της όγδοης δεκαετίας της ζωής της, που δεν “καταπιέζει” ποτέ τον συνομιλητή της με το βαρύ παρελθόν της, που θα πάει ακόμη και στο πιο απομακρυσμένο χωριό προκειμένου να συνομιλήσει με μικρά παιδιά;

Γιατί η Άλκη Ζέη μπορεί να είναι συγγραφέας τόσων και τόσων βιβλίων (μυθικοί ακούγονται ήδη οι τίτλοι Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Το καπλάνι της βιτρίνας, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου) αλλά είναι και μια γυναίκα που οι εκπατρισμοί, οι εξορίες, οι πολυετείς περιπλανήσεις, στοιχειώνουν μεγάλο μέρος της ζωής της. 

Και δεν μπορεί να μη θαυμάζει κανείς την Άλκη Ζέη, σύζυγο του Γιώργου Σεβαστίκογλου, που έχοντας γνωρίσει από τον Εντουάρντο ντε Φίλιππο έως τον Νίκο Ζαχαριάδη, μια απειρία ανεπανάληπτη προσώπων του 20ου αιώνα, η ίδια αναδίνει τη φρεσκάδα της γιαγιάς που δεν συνομιλεί παρά με τα εγγόνια της.

 Ποιες είναι οι πρώτες παραστάσεις, αλλά και εντυπώσεις, που έχετε από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός σας;  Γονείς, παππούδες (αν υπήρχαν βέβαια), έχετε και μιαν αδελφή, αν δεν κάνω λάθος;  

“Η οικογένεια του πατέρα μου καταγόταν από την Άνδρο, αλλά ο πατέρας μου και τα αδέλφια του θεωρούσαν τον εαυτό τους Κρητικούς.  Όταν ο παππούς μου έφυγε από την Άνδρο, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, εκεί παντρεύτηκε, εκεί γεννήθηκαν τα δύο μεγάλα του παιδιά.  Μετά εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, όπου έμεινε για όλη του τη ζωή.  Είχε δύο μεγάλα ξενοδοχεία στο Ηράκλειο, το “Παλλάς” και το “Κνωσσός”.  Πολύ αυστηρός άνθρωπος.  Όταν πήγε κάποτε η Μαρίκα Κοτοπούλη να μείνει στο “Παλλάς” δεν την δέχτηκε, γιατί ήταν θεατρίνα.  Η μητέρα μου καταγόταν από τη Σάμο, αλλά είχε γεννηθεί στη Σμύρνη, γιατί ο παππούς μου ήταν καθηγητής των Αρχαίων Ελληνικών, αλλά και διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης.  Έφυγαν το καλοκαίρι του ’22 και, βέβαια, δεν ξαναγύρισαν, έμειναν στη Σάμο.  Στη Σάμο η μητέρα μου γνώρισε τον πατέρα μου, που είχε διοριστεί διευθυντής της Τράπεζας Αθηνών (έτσι έλεγαν τότε την Εθνική).  Δούλεψε ως δακτυλογράφος για είκοσι ημέρες και την εικοστή πρώτη αρραβωνιάστηκε τον πατέρα μου.  Όταν ο πατέρας μου μετατέθηκε στην Αθήνα, είχαν κάνει μόνο την αδελφή μου.”  

Μας είπατε, έως τώρα, πράγματα που σας έχουν αφηγηθεί.  Ποιες είναι οι πρώτες δικές σας αναμνήσεις;  

“Όταν οι γονείς μου ήρθαν με την αδελφή μου στην Αθήνα, έμειναν στην πλατεία Κολιάτσου, στην οδό Κέας.  Εκεί γεννήθηκα εγώ, αλλά ούτε από το σπίτι αυτό έχω αναμνήσεις, γιατί έμεινα έως τα δύο μου χρόνια.  Κόλλησε η μητέρα μου από εμένα ιλαρά και της γύρισε σε φυματίωση.  Τότε η φυματίωση γιατρευόταν με τον καθαρό αέρα.  Αποφάσισαν λοιπόν να πάει στην Πάρνηθα που ήταν τα σανατόρια.  Εμένα με την αδελφή μου μας πήρε η μεγάλη αδελφή της μητέρας μου (είχαν μεταξύ τους είκοσι πέντε χρόνια διαφορά) που είχε μείνει χήρα δύο χρόνια αφότου παντρεύτηκε, και πήγαμε στον παππού, στη Σάμο.  Όλες μου οι αναμνήσεις οι παιδικές είναι από τη Σάμο, κοντά στον παππού και τη θεία.  Ζούσαμε τόσο ωραία, που δεν μας έλειψαν καθόλου ο μπαμπάς και η μαμά.  Τη θεία, χήρα καθώς ήταν και δεν είχε παιδιά, την κάναμε ό,τι θέλαμε.  Πολύ μορφωμένη γυναίκα για την εποχή της.  Στη Σμύρνη, μετά το σχολείο, κορίτσι καθώς ήταν και δεν είχε πάει για ανώτερες σπουδές, της είχε ο παππούς όλους τους καθηγητές της Ευαγγελικής Σχολής.  Ήξερε Αρχαία, Λατινικά, Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά.  Αλλά κι ο παππούς με την αρχαιολατρεία του, την “Οδύσσεια” που την διάβαζε ώρες ατέλειωτες και την ήξερε απ’ έξω (έψελνε και βυζαντινά), περνούσαμε θαύμα κοντά του.  Το καλοκαίρι στο Μαλαγάρι, με τις βάρκες, με τα παιδιά του χωριού, με τα ξαδέλφια, βράχια και θάλασσα, μια ελεύθερη ζωή.  Δεν θυμάμαι όλα αυτά τα χρόνια να έχουμε δει ούτε μια φορά τον μπαμπά και τη μαμά μας.  Αλλά ούτε και μας ένοιαζε τι έκαναν στην Αθήνα”.  

Και μένετε έως πότε στη Σάμο;  

Ήρθε ο καιρός να επιστρέψουμε στην οικογένειά μας, γιατί έπρεπε να πάμε σχολείο.  Ο γονείς μας έμεναν στο Μαρούσι, για να έχει η μητέρα μας καλό κλίμα, αν και δεν ήταν πια φυματική.  Όταν τη γνωρίσαμε, δεν μας έκανε καθόλου εντύπωση “μαμάς”.  Ήταν μια πολύ όμορφη, λεπτή κοπελίτσα, με μια καστανόχρυση πλεξίδα.  Ο μπαμπάς έδειχνε πολύ αυστηρός, δεν μας άρεσε καθόλου.  Έλεγε συνέχεια: “μην πέσετε”, “μη χτυπήσετε”.  Μας απαγόρευε να έχουμε φως στο δωμάτιό μας, όπως είχαμε στη Σάμο, απαγόρευε στη θεία μας να έρθει κοντά μας ώσπου να κοιμηθούμε.  Η θεία μας είχε ένα καρεκλάκι και καθόταν έξω από την πόρτα.  Έπειτα από την ελευθερία της Σάμου, όλα αυτά μας φάνηκαν πολύ περιοριστικά.  Εμείς αποκαλούσαμε τον μπαμπά “εκείνος”.  

Επιστρέψατε στην οικογένειά σας τη χρονιά που πήγατε για πρώτη φορά σχολείο.  Ποιο ήταν το σχολείο αυτό;  

Το σχολείο του “Κώτσιου” στο Μαρούσι.  Η αδελφή μου πηγαίνει κατευθείαν στη Β’ Δημοτικού, γιατί ο παππούς μάς είχε κάνει ξεφτέρια, μπορούσε, αν ήθελε, να πάει και στη Γ’.  Εγώ πηγαίνω στην Α’ και κάνω στο σχολείο αυτό έως και τη Γ’ Δημοτικού.  Μετακομίζουμε μετά στην Αθήνα, στην οδό Αιγίνης, στην Κυψέλη, και πηγαίνουμε στην Ιόνιο Σχολή, γιατί στην Ιόνιο αρρένων ήταν καθηγητής ο δίδυμος αδελφός της μητέρας μου, ο θείος Πλάτων, με αποτέλεσμα να μας δεχτούν στο θηλέων της Ιονίου με ελάχιστα δίδακτρα.  Η Ιόνιος ήταν τότε ένα φασιστικό σχολείο, δεν είχε καμιάν απολύτως σχέση με τη σημερινή.  Ό,τι κι αν έλεγε ο Μεταξάς, στη σχολή το έκαναν στο πολλαπλάσιο.  Ήταν το πρώτο σχολείο που δημιούργησε “Νεολαία” της ΕΟΝ, χωρίς να έχει γίνει ακόμα υποχρεωτική στα σχολεία.  Θυμάμαι μάλιστα τη διευθύντριά του που ήταν πολύ αυστηρή.”  

Να υποθέσει κανείς πως τα παιχνίδια και οι συναναστροφές σας ήταν περιορισμένες λόγω της αυστηρότητας του πατέρα σας;  

Ακριβώς.  Περιορισμένες καθώς μας είχε, παίζαμε πάρα πολύ με την αδελφή μου.  Μπορεί να σκοτωνόμαστε, να μαλλιοτραβιόμαστε κυριολεκτικά (νομίζω ότι πάψαμε να μαλλιοτραβιόμαστε σε πολύ μεγάλη ηλικία), αλλά δεν κάναμε η μια χωρίς την άλλη.  Παίζαμε πολύ δικά μας παιχνίδια, που δεν τα παίζαμε  με κανένα άλλο παιδί.  Για παράδειγμα, απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο, που μας έκρυβε τα κουτάκια από τα “μουλινέ” που άδειαζαν.  Με τα κουτάκια αυτά φτιάχναμε στο πάτωμα σπίτια, μια ολόκληρη πόλη, και για ανθρώπους χρησιμοποιούσαμε μολύβια.  Μολύβια χρωματιστά, κι έτσι είχαμε τις οικογένειες των κόκκινων, των πράσινων, των κίτρινων.  Ύστερα κόβαμε από τα περιοδικά φιγούρες και σχηματίζαμε και μ’ αυτές οικογένειες.  Η αδελφή μου γινόταν η γυναίκα του Χίτλερ κι εγώ η γυναίκα του Ρούσβελτ.  Εγώ ήμουν πολύ δημοκρατική κι έκανα τις δουλειές μόνη μου, ενώ η αδελφή μου είχε υπηρέτριες.  Κι έλεγε η αδελφή μου: “Ο Αδόλφος δεν θα έρθει σήμερα για φαΐ”.  Έτσι παίζαμε.  

Υπάρχουν συμμαθήτριές σας από τα χρόνια εκείνα που να τις θυμάστε ή να παραμείνατε φίλες σε μεταγενέστερα χρόνια;  

Ήμασταν συμμαθήτριες και φίλες από τη ΣΤ’ Δημοτικού με τη Ζωρζ Σαρή.

Αποσπάσματα από συνέντευξη στον Θανάση Νιάρχο, ΤΑ ΝΕΑ, 22/9/2001