ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΙΑΣ ΠΥΚΝΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΙΑΣ ΠΥΚΝΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Η λογοτεχνική αυτοβιογραφία, είναι ένα είδος ιδιαίτερα απαιτητικό και ελάχιστα καλλιεργημένο στην ελληνική λογοτεχνία. Σκέφτομαι πρόχειρα τις περιπτώσεις του Γρηγορίου Ξενοπούλου (Η ζωή μου σα μυθιστόρημα), του Κωστή Παλαμά (Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου), του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (Η ζωή μου), και ακόμα του Νίκου Καζαντζάκη την αιρετική αυτοβιογραφία Αναφορά στον Γκρέκο. Από αυτή την άποψη, το καινούργιο βιβλίο της Άλκης Ζέη είναι πολλαπλά καλοδεχούμενο. Δεν είναι βέβαια ο μοναδικός λόγος που κάνει αυτό το βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον και αξιανάγνωστο.

Στο πλαίσιο της λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας, ο συγγραφέας που ταυτίζεται με τον αφηγητή και τον ήρωα, δηλαδή ο απόλυτος αυτοδιηγητικός αφηγητής, έχει έναν εξαιρετικά σύνθετο ρόλο, παρά τη φαινομενική του ευκολία. Στην ιστορία της ζωής σου οι μάρτυρες είναι πολλοί και θα σε κρίνουν. Όχι μόνο οι ζωντανοί, αλλά και οι πεθαμένοι. Αυτό το γνώριζε η Άλκη Ζέη και γι’ αυτό ακριβώς, μια εμπειρότατη αφηγήτρια, ανησυχούσε για την έκβαση του εγχειρήματός της. Σε αυτή τη διαδικασία αναμόχλευσης του παρελθόντος, το όνειρο του πατέρα κριτή διακόπτει τον ύπνο της: «έβλεπα πολλούς εφιάλτες όταν το έγραφα», δηλώνει σε μια συνέντευξή της.

Αν και η Άλκη Ζέη αφηγείται τις περιπέτειες της ζωής της με τρόπο πιο έντονο και περισσότερο εμπρόθετο από όσο αυτό συμβαίνει σε άλλα έργα της, δεν γράφει τελικά μια κλασική αυτοβιογραφία. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια αυτοβιογραφία που βασίζεται αποκλειστικά στο ιστοριογραφικό ύφος της περιγραφής. Ο «εαυτός σε πρώτο πρόσωπο», η αυτο-αναπαράσταση και η βιωμένη εμπειρία του υποκειμένου είναι, ουσιαστικά, μια ενδιαφέρουσα εκδοχή της νεωτερικότητας, όσο και αν η έκθεση των γεγονότων μοιάζει σε πρώτη εντύπωση παραδοσιακή. Η αφήγηση στο βιβλίο Με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο ισορροπεί με ταχυδακτυλουργικό τρόπο πάνω στα πλούσια κοιτάσματα μιας πυκνοκατοικημένης μνήμης που αρδεύτηκε από τις σχέσεις σημαντικών ανθρώπων και σημαδεύτηκε από δραματικά ιστορικά γεγονότα. Επιταχύνοντας, παραλείποντας, συνοψίζοντας αλλά και αναδεικνύοντας, συνδυάζοντας την ευαίσθητη αλήθεια της μνήμης με την πρόκληση της λογοτεχνικής κατασκευής:  Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος. Και εκεί ανάμεσα η πνευματική και καλλιτεχνική Αθήνα της εποχής, η ίδρυση των εκδόσεων Ίκαρος, το Θέατρο Τέχνης αλλά και οι νέοι της ΕΠΟΝ.

Το ιδιαίτερο ύφος και οι τεχνικές της αφήγησης, που είναι στον αναγνώστη οικεία από άλλα έργα της Άλκης Ζέη, συστήνουν την εγγύηση για την αυθεντικότητα της αυτοβιογραφίας της. Το Kαπλάνι της βιτρίνας, O θείος Πλάτων, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Η αραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, και αρκετά διηγήματά της δείχνουν τους όρους αυτής της συνάφειας. Η πρώτη ύλη δηλαδή βασίζεται κυρίως στις προσωπικές της εμπειρίες ή στις ιστορίες άλλων προσώπων, τις οποίες η συγγραφέας μεταποιεί και υποτάσσει στις ανάγκες της αφήγησης. Το Με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο είναι από τις λίγες αυτοβιογραφίες που αφήνουν τόσο χώρο για παράλληλες ιστορίες. Φυσικά, τον μεγαλύτερο χώρο καταλαμβάνει η ιστορία της Λενούλας, επειδή είναι η αγαπημένη αδελφή και τη βοηθάει εκεί που η δική της μνήμη την προδίδει, αλλά και εξαιτίας του έρωτά της με τον Νίκο Γκάτσο. (Δεν είναι τυχαίο ότι, στα ποικίλα δημοσιεύματα του Τύπου, η δική τους φωτογραφία προβάλλεται εξ ίσου –αν όχι περισσότερο– με τις φωτογραφίες της συγγραφέως).

Η αυτοβιογραφική κατάθεση της Άλκης Ζέη κινείται σε δύο άξονες: στην έκθεση μιας σειράς γεγονότων που συστήνουν την ιστορία των προσώπων του στενού της οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, αλλά –και εδώ είναι το καινούργιο  στοιχείο– στον αναστοχασμό της προσωπικής πνευματικής της περιπέτειας. Σε αντίστιξη με την ευθύγραμμη αφήγηση, παρεμβάλλονται –σποραδικά και διακριτά– σχόλια και πληροφορίες, ενίοτε και αποτιμήσεις που μας μεταφέρουν σε άλλο χρόνο, μεταγενέστερο του χρόνου της αφηγημένης ιστορίας. Θα προσπαθήσω εδώ να δώσω ορισμένες χαρακτηριστικές όψεις αυτής της συναρπαστικής αυτοβιογράφησης, επιμένοντας κυρίως στα συμβάντα που αφύπνισαν τη σκέψη, γονιμοποίησαν τα συναισθήματα, όξυναν το βλέμμα, συνέβαλαν δηλαδή στη δημιουργία μιας σημαντικής ελληνίδας συγγραφέως.

KATAKTΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ

Ο μπαμπάς Κρητικός και η πανέμορφη μαμά Σαμιώτισσα. Μικρότερη αδελφή μιας επίσης πανέμορφης αδελφής, η Άλκη θα βρει έναν άλλο τρόπο για να γοητεύει. Έναν τρόπο που ασκείται περισσότερο στο βάθος και όχι στην επιφάνεια των πραγμάτων, μια κατάκτηση που δεν γερνάει και δεν χάνεται: με άλλα λόγια ακολουθεί τον τρόπο της τέχνης. Τα παιδικά χρόνια στη Σάμο, όπου βρέθηκαν τα δύο μικρά κορίτσια, μακριά από την άρρωστη μαμά, αλλά και από τη στενόχωρη ζωή της Αθήνας, είναι η αρχή μιας ζωής πλούσιας σε συγκινήσεις, εμπειρίες και περιπέτειες ατομικές και συλλογικές, που θα ενισχύσουν και θα αναδείξουν το αφηγηματικό ταλέντο της Άλκης Ζέη.

Κι ύστερα η επιστροφή στην Αθήνα, το σχολείο, η Ζωρζ [Σαρή], συμμαθήτρια και φίλη –για μια ζωή–, που κι αυτή θα γίνει αργότερα αγαπημένη συγγραφέας των παιδιών. Τα ποικίλα εξωσχολικά αναγνώσματα –Δον Κιχώτης, Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι, Πηνελόπη Δέλτα, Πέτρος Πικρός, και λίγο αργότερα Καραγάτσης, Ελύτης, γενιά του τριάντα–, όσα ευκαιριακά θυμάται η Άλκη δείχνουν μόνο λίγα από τα όσα απορροφούσε μια εφηβεία διψασμένη για γράμματα και τέχνες. Αυτά και η αγάπη για το θέατρο, η πρώτη παράσταση και η εκτυφλωτική Μελίνα που έμελλε να γίνει φίλη κι αυτή αγαπημένη –χρόνια αργότερα– της Άλκης.

Και βέβαια ο όμορφος θείος Πλάτων, που εκτός από αδελφός της μαμάς είναι και νονός της: ανάμεσα στα πολλά που του χρωστάει είναι και η συγγένειά της με τη Διδώ Σωτηρίου. Η Ζέη μάς δίνει με αδρές γραμμές τη ζωντάνια και το δυναμισμό αυτής της θείας, που δεν ήταν όμορφη ούτε κομψή, σαν την υπέροχη μαμά της, αλλά διέθετε τέτοια γοητεία που μάγεψε για πάντα το θείο Πλάτωνα, και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιδεολογική και πνευματική διαμόρφωση της μικρής Άλκης. Η θεία Διδώ επηρέασε την Άλκη όχι στον τρόπο γραφής αλλά σε κάτι βαθύτερο: στη δυνατότητα μιας γυναίκας να ανατρέπει τα κοινωνικά στερεότυπα του φύλου της.

Εκεί, στην πρώτη εφηβεία, θα συνειδητοποιήσει και τις πρώτες χαρές της γραφής που δεν μένει στο συρτάρι αλλά τη μοιράζεται με τον άλλο, έστω και αν αυτός ο άλλος είναι μια αναλφάβητη οικιακή βοηθός: τα γράμματα που γράφει για χάρη της πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο, χαρισμένο από τον μυθικό πλέον θείο Πλάτωνα, είναι τα πρώτα κείμενα που της αποκαλύπτουν τις δυνατότητες της λογοτεχνικής δημιουργίας.

Στη Σχολή Αηδονοπούλου θα βρει την ευκαιρία να ανθίσει: το κορίτσι που δεν τα κατάφερνε στην τυποποιημένη καθαρευουσιάνικη έκθεση γράφει ένα χρονογράφημα που δημοσιεύεται στην εφημερίδα του σχολείου με την έγκριση μιας τελειόφοιτης, που αργότερα θα γίνει η ποιήτρια Ελένη Βακαλό και μια έκθεση για το περιοδικό τους. «Το κουτοκούλι μας προέκυψε συγγραφέας!» θα σχολιάσει η Λενούλα. Και η φράση αυτή, που θα επαναληφθεί αρκετές φορές σαν αθώο οικογενειακό πείραγμα, έγινε τελικά προφητική, όπως φυσικά γνωρίζουμε όλοι.

Στη σχολή Αηδονοπούλου η Άλκη θα μπει στον όμιλο του κουκλοθέατρου της Ελένης Περράκη. Εκεί θα γράψει τα πρώτα της έργα «που τα έφαγαν τα ποντίκια», αλλά στάθηκαν τα προγυμνάσματα μιας γόνιμης δημιουργικής πορείας. Ήδη από τότε φάνηκε ένα σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη γραφή της: το χιούμορ, η πειρακτική απομυθοποιητική της ματιά. Οι  «κλαψωδίες» που σκαρώνει δημιουργώντας έτσι τον Κλούβιο –μια παρωδία ομηρικού ήρωα –άφησαν τα ίχνη τους στη μνήμη και στη γραφή της Άλκης. Η «κλαψωδία νούμερο 4» με τίτλο «Ο Οδυσσέας και η Καλυψώ» δείχνει την επινοητικότητα και την τόλμη της: η Καλυψώ απαγγέλλει στον Οδυσσέα στίχους της υπερρεαλίστριας ποιήτριας Μάτσης Χατζηλαζάρου και, βέβαια, εκείνος δεν καταλαβαίνει τίποτα. Όταν την εγκαταλείπει για να επιστρέψει στην Πηνελόπη, η Καλυψώ αυτοκτονεί πέφτοντας από έναν ψηλό βράχο. Η τελευταία της φράση είναι η μόνη που έμεινε από τη συγγραφική παραγωγή αυτής της περιόδου: «Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι!».

Τη φράση αυτή διέσωσε ένας από τους θεατές, που δεν ήταν άλλος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ο οποίος τη θυμόταν το 1962, όταν είκοσι χρόνια μετά συνατήθηκαν στη Μόσχα, όπως μας πληροφορεί η ίδια η συγγραφέας στα διακριτά ετεροχρονισμένα σχόλιά της. Γιατί αυτή την παράσταση δεν παρακολούθησαν μόνο τα παιδιά του σχολείου αλλά και μεγαλύτεροι: ανάμεσά τους βρίσκονταν ο Εμπειρίκος με τον Ελύτη και τον Γκάτσο, αλλά και ο Πλωρίτης με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Από αυτή την –ιστορική για τη ζωή της συγγραφέως– παράσταση ξεκίνησαν και δυο μεγάλοι έρωτες για τις αδελφές Ζέη. Ο ένας με την ένταση, τη γοητεία αλλά και τον πεπερασμένο χαρακτήρα της νιότης, και ο άλλος με το βάθος, την ποιότητα και την εμπιστοσύνη μιας ζωής.

Ο νεανικός έρωτας της Λενούλας με τον Γκάτσο, πέρα από μια ωραία ιστορία, μας δίνει και κάτι από το άρωμα μιας μυθικής παρέας – και κυρίως ορισμένα στοιχεία για τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε η ποιητική συλλογή Αμοργός, που τη διάβαζα στα νιάτα μου σαν ένα μεγάλο ερωτικό ποίημα, χωρίς να ξέρω –τότε– τι ήταν το «πράσινο άστρο της αφιέρωσης», ποιο κορίτσι τη χρωμάτιζε με αυτό το θλιμμένο πάθος.

Η σχέση της Άλκης με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου θα συνδυαστεί με την ιδεολογική της αφύπνιση και την ένταξή της στο απελευθερωτικό κίνημα. Δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, θα την οδηγήσει με την ίδια φυσικότητα στην οικογένειά του και στο υπόγειο του Κουν και θα της μάθει με τη στάση του την αφοσίωση στην τέχνη και στις ιδέες:

Ο Γιώργος, όπου κι αν βρέθηκε να κάνει θέατρο, το έκανε όπως έλεγε πως του έμαθε ο Κουν. Με την πίστη στη μεγάλη αποστολή του θεάτρου, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, τον αγώνα για ελεύθερη δημιουργία. (σελ. 348)

Και ο Σεβαστίκογλου –που είχα κι εγώ την τύχη να τον γνωρίσω– ήταν ένας πολύ προικισμένος, πολύ διαβασμένος και πολύ δοτικός άνθρωπος. Ο πιο αυστηρός κριτής και, ταυτόχρονα, ο πιο θερμός υποστηρικτής της συγγραφικής πορείας της Άλκης Ζέη. Αυτός την καθοδήγησε στο πρώτο της διήγημα, που έγραψε επίσης στο ίδιο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο. Το διήγημα δημοσιεύεται στη Νεανική φωνή, με την έγκριση του Κωστή Σκαλιόρα, ο οποίος έφυγε από κοντά μας πριν από λίγες μέρες. Τον Σκαλιόρα, που η Άλκη θα παντρέψει πολύ αργότερα με τη φίλη της Ξένια Καλογεροπούρου και ο οποίος θυμόταν, σαν τον Εμπειρίκο, πενήντα χρόνια αυτός αργότερα, την τελευταία φράση του κειμένου της: «κι έπιασε να βιδώνει με το χέρι».

Σε όλη την περίοδο της Κατοχής, αλλά και στους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης η δημιουργικότητα και το κέφι για ζωή ξεχειλίζουν, όπως φαίνεται στις αυτοβιογραφικές σελίδες της Άλκης Ζέη όπου η ζωή της διασταυρώνεται με τόσους σημαντικούς ανθρώπους.  Δεν έχει νόημα να απαριθμήσω εδώ τα ονόματα που όλοι οι αναγνώστες της, λίγο-πολύ, τα ξέρουμε ή τα υποψιαζόμαστε: ας αρκεστώ στα όσα ανέφερα έως τώρα προσθέτοντας και μερικά ακόμα: Ο  Νίκος Καρύδης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Κώστας Αξελός, η Μέλπω Αξιώτη, ο Μίμης Δεσποτίδης, η Έλλη Λαμπέτη, η Ασπασία Παπαθανασίου, η Ντιριντάουα, η Αλέκα Παΐζη, ο Μάνος Ζαχαρίας, ο Μέντης Μποσταντζόγλου, ο Ροζέ και η Τατιάνα Μιλιέξ.

ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ

Τίποτε δεν είναι τυχαίο τελικά. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο καταλάβαινα γιατί η Άλκη είναι σπουδαία συγγραφέας, αλλά και γιατί έχει αυτή την απαράμιλλη εσωτερική ηρεμία και δύναμη που την κρατάει πάντοτε σε μια ασφαλή απόσταση από τις άχρηστες κοινωνικότητες. Ναι, αυτό το  κορίτσι, που γνώρισε και έζησε από κοντά τόσους σπουδαίους καλλιτέχνες και στοχαστές, που ήταν τόσο γενναίο και τόσο ταλαντούχο χωρίς καθόλου να αυτοπροβάλλεται, δεν θα μπορούσε παρά να κάνει αυτές ακριβώς τις επιλογές  στη ζωή και στην τέχνη.

Στο έργο της Άλκης Ζέη, το ύφος της γραφής ταιριάζει απόλυτα με το ήθος του προσώπου. Εξαιρετικά καλλιεργημένο γούστο που απεχθάνεται το στόμφο και την επιμελημένη πόζα. Εκφραστική λιτότητα και νοηματική διαύγεια που πηγάζει από μια καλά αφομοιωμένη γνώση. Σωστή κρίση που πατάει πιο πολύ στη διαίσθηση και στην παρατήρηση και λιγότερο στη λογική των αναλύσεων. Βίωμα της ιστορίας που βαθαίνει την προοπτική της. Απροσποίητη κουβέντα που μεταγγίζεται στη ζωντάνια των διαλόγων της. Χαρά της ζωής που συνδυάζεται με τη χαρά της γραφής και φτάνει αβίαστα στον αναγνώστη. Σπάνια αίσθηση του χιούμορ.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου της, σκεφτόμουν με συγκίνηση  ότι το «Κούλι» –όπως είχα σχεδόν από την εφηβεία μου το προνόμιο να τη φωνάζω και εγώ– τα κατάφερε και με το παραπάνω. Γιατί τίποτε τελικά δεν χαρίζεται. Η συγγραφέας κινήθηκε με δικαιοσύνη και σεβασμό ανάμεσα στις σκοτεινές και τις φωτεινές περιοχές της μνήμης και μας έδωσε ένα όμορφο αφήγημα που δεν μας τέρπει απλά, αλλά μας εμψυχώνει και μας δίνει τις αφορμές για να σκεφτούμε. «Ετσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε», ήταν η αντίδραση της αδελφής της στην ανάγνωση του βιβλίου:

«Τώρα, της λέω, που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ‘θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο δρόμος που παίρνει ο καθένας μας δημιουργείται από έναν περίπλοκο συνδυασμό τυχαίων γεγονότων και κρίσιμων επιλογών. Και γι’ αυτές τις επιλογές, η Άλκη Ζέη παίρνει σήμερα την ανταμοιβή της.

Άρθρο της Χριστίνας Ντουνιά στο the books’ journal, τεύχος 37, Νοέμβριος 2013

Χριστίνα Ντουνιά